χίντι

χίντι
η, Ν
γλωσσ. κεντρική γλώσσα τού ινδοάριου κλάδου τής Ινδοευρωπαϊκής, η οποία είναι επίσημη γλώσσα τής Ινδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hindi < ινδ. hindī].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • σιχ — θρησκευτική αίρεση και πολεμική αδελφότητα της κεντροδυτικής Ινδίας, που ιδρύθηκε, με σκοπό να συμφιλιώσει τον ισλαμισμό και τον ινδουισμό, από το Νάνακ Ντεβ (1949 1538), μαθητή του βισνουιστή Καμπίρ, ο οποίος είχε υποστεί την επίδραση του… …   Dictionary of Greek

  • καλααζάρ — ή κάλα αζάρ, το ιατρ. επιδημικό νόσημα που προκαλείται από το παρασιτικό πρωτόζωο Leishmania donavani. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. kala azar (λ. στην ινδική γλώσσα Χίντι) < kala «μαύρος» + azar «νόσος, επιδημία»] …   Dictionary of Greek

  • κόπρα — Η αποξηραμένη ψίχα (σαρκώδες ενδοσπέρμιο) της ινδικής καρύδας, δηλαδή του καρπού του κοκκοφοίνικα. Βλ. λ. κοκκέλαιο ή κοκκόλιπος. * * * η βοτ. ενδοκάρπιο τού κοκοκαρύου από το οποίο έχει αφαιρεθεί το περίβλημα και το οποίο έχει υποστεί αποξήρανση …   Dictionary of Greek

  • λανγκούρ — το κοινή ονομασία τεσσάρων γενών πιθήκων τής οικογένειας cercopithecidae και τής υποοικογένειας colobinae, που απαντούν στη νότια Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. langur < γλώσσα χίντι lagũr (πιθ. < αρχ. ινδ.… …   Dictionary of Greek

  • ρατζά — και ρατζάς και ραγιάς, ο, Ν 1. ο βασιλιάς στις ινδουιστικές χώρες 2. ο μουσουλμάνος τιμαριούχος τών Μογγόλων αυτοκρατόρων 3. (κατά τη βρεταν. κατοχή τής Ινδίας) μέγας υποτελής τού Στέμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λ. τής γλώσσ. Χίντι raja < αρχ. ινδ.… …   Dictionary of Greek

  • σαμπάρ — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού ασιατικού ελαφιού Cervus unicolor που απαντά στην Ινδία και στο Νεπάλ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sambar < sābar, λ. τής γλώσσας Χίντι < αρχ. ινδ. śambara] …   Dictionary of Greek

  • σαμπού — το, Ν άκλ. λούσιμο τής κεφαλής με μασάζ και με την χρήση αρωματισμένου υγρού σαπουνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shampoo < λ. τής γλώσσας Χίντι cāpo, προστακτική τού cāpnā «πιέζω, μαλάσσω»] …   Dictionary of Greek

  • σαρίντα — η, Ν μουσ. λαϊκό μουσικό όργανο τής Ινδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sarinda < sārindā, λ. τής γλώσσας Χίντι] …   Dictionary of Greek

  • σαρόντ — το, Ν άκλ. μουσ. λαουτοειδές μουσικό όργανο τής Βόρειας Ινδίας, που νήσσεται ή παίζεται με δοξάρι και έχει τέσσερεις κύριες μελωδικές χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sarod < sarod, λ. τής γλώσσας Χίντι < περσ. sarod] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”